ἐλαφρός

ἐλαφρός
-ά,-όν + A 1-0-1-3-0=5 Ex 18,26; Ez 1,7; Jb 7,6; 9,25; 24,18
light to bear, minor Ex 18,26; light in moving, nimble Jb 24,18
*Ez 1,7 ἐλαφραί light-קלות for MT קלל(adj.) burnished, shiny

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλαφρός — light in weight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek

  • ἐλαφρά — ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρότερον — ἐλαφρός light in weight adverbial comp ἐλαφρός light in weight masc acc comp sg ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτάτων — ἐλαφρός light in weight fem gen superl pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτέραις — ἐλαφρός light in weight fem dat comp pl ἐλαφροτέρᾱͅς , ἐλαφρός light in weight fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτέρων — ἐλαφρός light in weight fem gen comp pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτέρως — ἐλαφρός light in weight adverbial comp ἐλαφρός light in weight masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρῶν — ἐλαφρός light in weight fem gen pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen pl ἐλαφρόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐλαφρόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐλαφρόω pres part act masc nom sg ἐλαφρόω pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρόν — ἐλαφρός light in weight masc acc sg ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”